ιεροδουλία

ιεροδουλία
η
η κατάσταση της ιεροδούλου, η πορνεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιεροδουλία — η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) [ιερόδουλος] νεοελλ. πορνεία αρχ. 1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία τού ναού 2. το σύνολο τών ιεροδούλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”